Καλωσορίζοντας τη νέα χρονιά, θα ήθελα να ξεκινήσω με ένα άρθρο που αναφέρετε με όσο πιο απλά λόγια γίνεται στη διαδικασία της λογοθεραπευτικής αξιολόγησης.
Από τη στιγμή που ανοίγουμε την πόρτα και καλωσορίζουμε ένα παιδί, από εκείνη τη δεδομένη στιγμή ξεκινάει για εμάς η αξιολόγηση.
Ο τρόπος που θα μας αντιμετωπίσει (βλεμματική επαφή, χαιρετισμός, αποφυγή, κλάμα, προσκόλληση στους γονείς κ.α.), ο τρόπος που θα κινηθεί στο χώρο (έχει ενδιαφέρον σε κάποιο παιχνίδι, θα επεξεργαστεί το χώρο, θα ζητήσει βοήθεια, θα πάρει πρωτοβουλίες κ.α), ο τρόπος που φέρετε στους γονείς του, μας δίνουν μια πρώτη εικόνα του παιδιού. Στη συνέχεια, γίνεται η λήψη ιστορικού από τον γονέα και έπειτα έρχεται η ώρα για παιχνίδι. Κάποιες φορές μπορεί να γίνει με την αντίθετη σειρά, καθώς πολλά παιδάκια θέλουν πρώτα να παίξουν και στο τέλος να γίνει η συζήτηση με τους γονείς. Όποια και να είναι η σειρά, η λήψη ιστορικού μας δίνει μια εικόνα για την τυπική ή μη τυπική ανάπτυξη του παιδιού, από ποιόν έγινε η παραπομπή για λογοθεραπευτική αξιολόγηση, ποιά είναι τα ενδιαφέροντα του παιδιού, καθώς και τις σκέψεις των γονέων για τις δυσκολίες του παιδιού.
Περνώντας στο παιχνίδι (στην αξιολόγησή μας δηλαδή), και χρησιμοποιώ τη λέξη παιχνίδι, καθώς είναι ο πιο αλάνθαστος τρόπος να μας δείξει τι γνωρίζει ένα παιδί, μπορούμε να δούμε σε πρώτη φάση τα δυνατά και αδύνατα σημεία ενός παιδιού.
Έχει περάσει ο καιρός, που βάζαμε το παιδί σε ένα καρεκλάκι του δείχναμε εικόνες και του ζητήσαμε να τις ονοματίσει, του ζητούσαμε να μετρήσει μέχρι το 10 ή να μας πει τα χρώματα και τα σχήματα και με αυτό τον τρόπο να δούμε τι ξέρει. Αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σημασία αν δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει αυθόρμητα στο σωστό χρόνο και τόπο μέσα στην καθημερινότητά του.
Ένα παράδειγμα που ίσως μπορεί να περιγράψει τα παραπάνω είναι το εξής: Ας πούμε ότι δίνουμε μια κάρτα σε ένα παιδάκι που δείχνει ένα μήλο και του ζητάμε να μας πει τι βλέπει. Και μας λέει «μήλο». Κανονικά θα πρέπει να χαρούμε που ξέρει την εικόνα και να συνεχίσουμε με την επόμενη κάρτα. Αν όμως αντί για την κάρτα με το μήλο, βρει στο χώρο ένα ψεύτικο μήλο και περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει με αυτό, θα μας δώσει πολύ περισσότερες πληροφορίες. Αν δηλαδή απλά το κρατήσει και πει «μήλο» θα είναι σαν να κοιτάει τη κάρτα, αλλά αν το πιάσει και μετά ψάξει το μαχαίρι για να το κόψει ή αν θελήσει να μας το δείξει ή αν μας πει «ένα κόκκινο μήλο» ή «έχει το ίδιο χρώμα με την μπλούζα μου!» ή «μήπως έχεις και άλλα φρούτα να φτιάξουμε φρουτοχυμό;» ή «μου αρέσει το μήλο» ή «μου βάζει και η μαμά μου μήλο στο σχολείο», θα έχει την ευκαιρία να μας δείξει τι ξέρει για το μήλο.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το εξής: Μπορούμε να ζητήσουμε από ένα παιδί να μετρήσει μέχρι το 10. Μπορεί να το ξέρει και να το κάνει, μπορεί να μην το ξέρει και να μην το κάνει, μπορεί να το ξέρει και να μην θέλει να το κάνει. Μπορούμε όμως να δοκιμάσουμε κάτι άλλο για να δούμε αν ξέρει να μετράει. «Λέω να παίξουμε κρυφτό! Μετράς εσύ πρώτα! Ξεκίνα!» Με αυτόν τον τρόπο θα δούμε αν ξέρει να μετράει, αν ξέρει πως παίζεται το κρυφτό, αν έχει αλληλεπίδραση μαζί μας, αν θα σκεφτεί μετά μια καλή κρυψώνα και πολλά άλλα!
Υπάρχουν βεβαίως ειδικά πρωτόκολλα αξιολόγησης που περιλαμβάνουν και ονοματισμό καρτών και περιγραφή εικόνων και απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις και πολλά άλλα, τα οποία σε συνδυασμό με το παιχνίδι του παιδιού, χτίζουν σταδιακά το προφίλ του.
Για το λόγο αυτό πολλές φορές η διαδικασία της αξιολόγησης δεν ολοκληρώνεται με μια μόνο συνάντηση.
Επίσης, με τη λήψη ιστορικού παίρνουμε πληροφορίες για το αν το παιδί έχει υποβληθεί σε ακοολογικό και οφθαλμολογικό έλεγχο, αν έχει γίνει εκτίμηση από αναπτυξιολόγο, εργοθεραπευτή, ψυχολόγο ή άλλες ειδικότητες. Εκτός από τον ακοολογικό και οφθαλμολογικό έλεγχο που ζητάμε από κάθε περιστατικό, οι υπόλοιπες αξιολογήσεις γίνονται εφόσον κριθεί απαραίτητο είτε πριν ξεκινήσει ένα παιδί τις θεραπείες, είτε στη συνέχεια. Για το αν ένα παιδί χρειάζεται να ελεγχθεί και από άλλες ειδικότητες εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Έχοντας λάβει το ιστορικό και έχοντας παρατηρήσει το παιδί, μία ή περισσότερες φορές, είμαστε σε θέση να παραπέμψουμε το παιδί και σε άλλες ειδικότητες όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως (αναπτυξιολόγο, ψυχολόγο, παιδοψυχίατρο, εργοθεραπευτή κ.α.). Οι δυσκολίες που ενδεχομένως παρατηρηθούν σε ένα παιδί (όπως υπερβολικό άγχος, διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα, αναπτυξιακές διαταραχές, έντονα ξεσπάσματα κ.α.) πέρα από το λογοθεραπευτικό κομμάτι, θα οδηγήσουν σε περαιτέρω διερεύνηση.
Το αν θα καταφέρει ένα παιδί να αξιολογηθεί από άλλες ειδικότητες επίσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η οικονομική δυνατότητα των γονέων, η ψυχολογική κατάσταση των γονέων (που συνήθως αφορά την αποδοχή κάποιας ιδιαίτερης πάθησης του παιδιού τους), η επιθυμία και η συνεργασία του παιδιού είναι συνήθως από τους πιο συχνούς.
Ορισμένες φορές και εφόσον κριθεί ότι ένα παιδί δεν χρειάζεται άμεση παρέμβαση είτε γιατί ηλικιακά έχει κάποιο περιθώριο είτε γιατί πρέπει να ολοκληρωθούν κάποιες άλλες αξιολογήσεις είτε γιατί έχει καλό προφίλ και ενδέχεται να ξεπεραστούν κάποιες δυσκολίες, μπορεί να ζητηθεί από τους γονείς επαναξιολόγηση έπειτα από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ώστε να δούμε αν οι δυσκολίες εμμένουν ή έχουν ξεπεραστεί. Δεν είναι σπάνιο δηλαδή κάποιο παιδί με φωνολογικές ή αρθρωτικές δυσκολίες και καλό γλωσσικό προφίλ, να καταφέρει να ξεπεράσει (μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) τις δυσκολίες από μόνο του και να μην χρειαστεί λογοθεραπευτική παρέμβαση.
Όταν λοιπόν κριθεί ότι ένα παιδί πρέπει να ξεκινήσει λογοθεραπεία, γνωστοποιείται στους γονείς η διαδικασία των θεραπειών (διάρκεια συνεδρίας, η συχνότητα κλπ.) και η διαδικασία αποζημίωσης των θεραπειών. Δεδομένου ότι για πολλούς γονείς η όλη διαδικασία είναι πρωτόγνωρη, μπορεί να υπάρξουν απορίες, λάθη ή οτιδήποτε, ωστόσο ο κάθε θεραπευτής είναι σε θέση να εξηγήσει και να καθοδηγήσει τον κάθε γονέα.
Φτάνοντας τώρα στην ερώτηση «Πόσο χρόνο θα χρειαστεί το παιδί μου λογοθεραπεία;», η απάντηση που μπορώ να δώσω με σιγουριά είναι «Δεν μπορώ να το προσδιορίσω». Υπάρχουν παιδιά που ολοκληρώνουν θεραπείες σε 3 μήνες, ενώ άλλα παιδιά σε 3 χρόνια. Εξαρτάται φυσικά και από τη δυσκολία την οποία αντιμετωπίζει. Ένα παιδί με αυτισμό, νοητική υστέρηση, σύνδρομα, εγκεφαλική παράλυση μπορεί να χρειάζεται θεραπείες εφόρου ζωής . Ένα παιδί με αρθρωτικές δυσκολίες μπορεί να ολοκληρώσει τη θεραπεία σε 2 μήνες, ενώ κάποιο άλλο σε 2 χρόνια. Το νοητικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό και γνωστικό υπόβαθρο του παιδιού συμβάλλουν στη διάρκεια της θεραπείας. Κάθε παιδί ανταποκρίνεται διαφορετικά ακόμα κι αν αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες με κάποιο άλλο. Να αναφερθεί ότι για την πιο αποτελεσματική διαδικασία παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Η χημεία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι ζωτικής σημασίας. Η συνεργασία γονέα και θεραπευτή είναι επίσης πολύ σημαντική. Η συνέπεια στις συνεδρίες. Αν δηλαδή ένα παιδί πρέπει να παρακολουθεί συνεδρίες 8 φορές το μήνα, αλλά παρακολουθεί 3 ή υπάρχουν μεγάλα διαστήματα διακοπής της θεραπείας, σαφώς δεν βοηθάει σε καμία περίπτωση την όλη διαδικασία.
Μπαίνοντας τώρα στην αίθουσα θεραπείας και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, ξεκινάει η διαδικασία της λογοθεραπείας.
Τα ερεθίσματα, οι πληροφορίες και οι γνώσεις που παίρνει ένα παιδί μέσα στην 45λεπτη θεραπεία (με τρόπο τον οποίο κάναμε χρόνια ολόκληρα να μάθουμε και ακόμη μαθαίνουμε), αποτελεί για εμάς τους λογοθεραπευτές το σπουδαιότερο πράγμα που μπορούμε να δώσουμε σε ένα παιδί. Η λογοθεραπεία είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και σημαντικό από το να πω σωστά τις λέξεις και θα προσπαθήσω να το αναλύσω αυτό σε επόμενο άρθρο.
Με αγάπη λοιπόν και σεβασμό.
Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας!